- γαιηφάγος
- γαιη-φάγος [ᾰ], ον,A earth-eating, of worms, Numen. ap. Ath. 7.305a; cf. γαφάγας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαιηφάγος — ον βλ. γαιοφάγος … Dictionary of Greek
γαιηφάγοι — γαιηφάγος earth eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
γαιοφάγος — γαιοφάγος, ον (AM) (Α και γαιηφάγος, ον) (συνήθως για σκουλήκια) αυτός που τρέφεται με χώμα … Dictionary of Greek